- βεβήλου
- βέβηλοςallowable to be troddenmasc/fem/neut gen sgβεβηλόωprofanepres imperat act 2nd sgβεβηλόωprofaneimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μουνιέ, Εμανουέλ — (Emmanuel Mounier, Γκρενόμπλ 1905 – Παρίσι 1950). Γάλλος φιλόσοφος, ιδρυτής του περιοδικού Esprit (από το 1932). Από τα κυριότερα έργα του είναι: Πραγματεία για τον χαρακτήρα (1946) και Ο περσοναλισμός (1949). Ο περσοναλισμός του βρίσκεται στη… … Dictionary of Greek
Οικονόμος, Κωνσταντίνος, ο εξ Oικονόμων — (Τσαρίτσανη 1780 – Αθήνα 1857). Λόγιος κληρικός, διαπρεπής ρήτορας και θεολόγος. Γιος λόγιου ιερέα, ο Ο. διδάχτηκε από τον πατέρα του όχι μόνο τα πρώτα γράμματα, αλλά και τα πρώτα στοιχεία της εκκλησιαστικής φιλολογίας και ρητορικής. Έτσι, όταν… … Dictionary of Greek